Τριτοπάτωρ

Τριτοπάτωρ
Τριτο-πάτωρ [], ορος, ,
A great-grandfather, Arist.Fr.415 (but perh. Ar.Byz.): v. l. τριπάτωρ.
II Τριτοπάτορες, οἱ, divinities worshipped at Athens, to whom prayers were offered ὑπὲρ γενέσεως παίδων (v.

Τριτογενής 11

), Phanod.4
, cf. Clitodem.19, etc.; wind-daemons acc. to Demon 2, cf. Orph.Fr.318: sg., Τριτοπάτωρ Πυρρακιδῶν prob. the mythical ancestor of the P., Durrbach Choix d' inscrr. de Délos No.7 (v/iv B. C.). [The quantity of the ι is unknown.]

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Τριτοπάτωρ — great grandfather masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριτοπάτωρ — ορος, ο, ΝΑ στον πληθ. οι τριτοπάτορες μυθ. αγαθοί δαίμονες που προφύλασσαν την Αττική και τους κατοίκους της από κάθε κακό αρχ. ο προπάππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. μονο πάτωρ] …   Dictionary of Greek

  • Τριτοπάτορα — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριτοπάτορας — Τριτοπάτωρ great grandfather masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τριτοπάτορες — Τριτοπάτωρ great grandfather masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”